λογογράφος

λογογράφος
ο και η (Α λογογράφος)
ο λογοτέχνης που γράφει σε πεζό λόγο, πεζογράφος, σε αντιδιαστολή προς τον επικό ποιητή
αρχ.
1. ιστορικός συγγραφέας («ὅτι τινές τῶν λογογράφων τῶν ὑπέρ τῆς καταστροφής τοῡ Ἱερωνύμου γεγραφότων», Πολ.)
2. (μερικές φορές ως λοιδορία ή ψόγος) αυτός που έγραφε λόγους επ' αμοιβή και, συνήθως, δικανικούς για λογαριασμό τών διαδίκων
3. αυτός που τηρούσε λογαριασμούς, λογιστής
4. πρακτικογράφος σε δικαστήριο
5. (κατά τον Θουκ. στον πληθ.) οἱ λογογράφοι
οι πρώτοι Έλληνες ιστοριογράφοι, από τον Κάδμο τον Μιλήσιο μέχρι τον Ηρόδοτο, αλλ. λογοποιοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λογο-* + -γραφος (< γράφω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λογογράφος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκόκος, Κωνσταντίνος — Λογογράφος, γνωστός και με το ψευδώνυμο Σατανάς (1854 1925). Σπούδασε νομικά, αλλά τελικά επιδόθηκε στα γράμματα. Από το 1886 ως το 1918 ήταν ο εκδότης του Εθνικού Ημερολόγιου, το οποίο αποτέλεσε σταθμό στις εκδόσεις του είδους για την… …   Dictionary of Greek

  • λογογράφοις — λογόγραφος prose writer masc dat pl λογογράφος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογογράφου — λογόγραφος prose writer masc gen sg λογογράφος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογογράφους — λογόγραφος prose writer masc acc pl λογογράφος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογογράφων — λογόγραφος prose writer masc gen pl λογογράφος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογογράφῳ — λογόγραφος prose writer masc dat sg λογογράφος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογογράφε — λογογράφος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογογράφοι — λογογράφος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογογράφον — λογογράφος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”