- λογογράφος
- ο και η (Α λογογράφος)ο λογοτέχνης που γράφει σε πεζό λόγο, πεζογράφος, σε αντιδιαστολή προς τον επικό ποιητήαρχ.1. ιστορικός συγγραφέας («ὅτι τινές τῶν λογογράφων τῶν ὑπέρ τῆς καταστροφής τοῡ Ἱερωνύμου γεγραφότων», Πολ.)2. (μερικές φορές ως λοιδορία ή ψόγος) αυτός που έγραφε λόγους επ' αμοιβή και, συνήθως, δικανικούς για λογαριασμό τών διαδίκων3. αυτός που τηρούσε λογαριασμούς, λογιστής4. πρακτικογράφος σε δικαστήριο5. (κατά τον Θουκ. στον πληθ.) οἱ λογογράφοιοι πρώτοι Έλληνες ιστοριογράφοι, από τον Κάδμο τον Μιλήσιο μέχρι τον Ηρόδοτο, αλλ. λογοποιοί.[ΕΤΥΜΟΛ. < λογο-* + -γραφος (< γράφω)].
Dictionary of Greek. 2013.